μισανθρωπία — μῑσανθρωπίᾱ , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc/acc dual μῑσανθρωπίᾱ , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισανθρωπίᾳ — μῑσανθρωπίαι , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc pl μῑσανθρωπίᾱͅ , μισανθρωπία hatred of mankind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισανθρωπία — η το μίσος για τους άλλους ανθρώπους, το να αποφεύγει κανείς τις κοινωνικές συναναστροφές: Η μισανθρωπία του οφείλεται στο ό,τι μεγάλωσε χωρίς οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… … Dictionary of Greek
μισανθρωπίας — μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία hatred of mankind fem acc pl μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία hatred of mankind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МИЗАНТРОПИЯ — (греч. μισανϑρωπία, от μισέω – ненавижу и ἄνϑρωπος – человек) – ненависть к людям, отчуждение от них. М. выступает как крайняя форма индивидуализма, противопоставления личности обществу. Трактовка М. как разрыва всех связей с обществом исходит от … Философская энциклопедия
ненависточеловѣчьѥ — НЕНАВИСТОЧЕЛОВѢЧЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Человеконенавистничество: аще ли истѧскъша˫а слезами не подражаю. то кто мнѣ законъ. наватово ненависточл҃вчье. иже лихоимьства не ѹтоливъ. втораго капищеслужень˫а. (ἡ... μισανϑρωπία) ΓБ XIV, 23в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
misantropía — (Del gr. miseo, odiar + anthropos , hombre.) ► sustantivo femenino SICOLOGÍA Actitud propia de la persona que siente aversión hacia las otras. ANTÓNIMO sociabilidad * * * misantropía f. Cualidad o actitud de misántropo. * * * misantropía. (Del gr … Enciclopedia Universal
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
μισάνθρωπος — (I) η, ο (ΑΜ μισάνθρωπος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί νεοελλ. αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω τής αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους αρχ.… … Dictionary of Greek