μισανθρωπία

μισανθρωπία
η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)]
το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους
νεοελλ.
το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους που παρατηρείται σε παρανοϊκές και μελαγχολικές καταστάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μισανθρωπία — μῑσανθρωπίᾱ , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc/acc dual μῑσανθρωπίᾱ , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισανθρωπίᾳ — μῑσανθρωπίαι , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc pl μῑσανθρωπίᾱͅ , μισανθρωπία hatred of mankind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισανθρωπία — η το μίσος για τους άλλους ανθρώπους, το να αποφεύγει κανείς τις κοινωνικές συναναστροφές: Η μισανθρωπία του οφείλεται στο ό,τι μεγάλωσε χωρίς οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… …   Dictionary of Greek

  • μισανθρωπίας — μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία hatred of mankind fem acc pl μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία hatred of mankind fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МИЗАНТРОПИЯ — (греч. μισανϑρωπία, от μισέω – ненавижу и ἄνϑρωπος – человек) – ненависть к людям, отчуждение от них. М. выступает как крайняя форма индивидуализма, противопоставления личности обществу. Трактовка М. как разрыва всех связей с обществом исходит от …   Философская энциклопедия

  • ненависточеловѣчьѥ — НЕНАВИСТОЧЕЛОВѢЧЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Человеконенавистничество: аще ли истѧскъша˫а слезами не подражаю. то кто мнѣ законъ. наватово ненависточл҃вчье. иже лихоимьства не ѹтоливъ. втораго капищеслужень˫а. (ἡ... μισανϑρωπία) ΓБ XIV, 23в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • misantropía — (Del gr. miseo, odiar + anthropos , hombre.) ► sustantivo femenino SICOLOGÍA Actitud propia de la persona que siente aversión hacia las otras. ANTÓNIMO sociabilidad * * * misantropía f. Cualidad o actitud de misántropo. * * * misantropía. (Del gr …   Enciclopedia Universal

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • μισάνθρωπος — (I) η, ο (ΑΜ μισάνθρωπος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί νεοελλ. αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω τής αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”